• magazine
  • about
  • blog

Ζουν ανάμεσά μας


της Λένας Κιτσοπούλου

 

 

Τρώνε συνήθως στο διπλανό τραπέζι , έχουν συνήθως ανθρώπινη μορφή, ανθρώπινα κουρέματα, ανθρώπινα σφραγίσματα και μιλάνε δυνατά ελληνικά. Πολύ δυνατά. Έχουν ο καθένας από δύο πόδια, από δύο χέρια, μάτια, μύτη και στόμα κι όμως δεν μπορείς εύκολα να τους ονομάσεις «ανθρώπους». Μπορείς να τους ονομάσεις «μεγάλο ποσοστό του ελληνικού πληθυσμού», αλλά όχι ανθρώπους. Δεν υπολογίζουν κανέναν γύρω τους, δεν τους νοιάζει αν εσύ έχεις πάει σ’ αυτό το ήσυχο ταβερνάκι για να απολαύσεις το φαϊ σου με την παρέα σου, δεν τους έχει περάσει καν από το μυαλό ότι σε αυτόν τον πλανήτη ζούνε κι άλλοι άνθρωποι εκτός από αυτούς και την οικογένειά τους. Είναι οι πλανητάρχες των ελληνικών ταβερνείων και μεζεδοπωλείων. Μιλάνε ο ένας στον άλλον σε εντάσεις και ντεσιμπέλ που θα δικαιολογούνταν μόνο αν τους χώριζε μία απόσταση τουλάχιστον 100 μέτρων, κι όμως κάθονται στο ίδιο τραπέζι.

 

Έχουμε την ατυχία, εγώ και άλλοι τρεις φίλοι, να προσπαθούμε να καταπιούμε κάτι ωραιότατους θαλασσινούς μεζέδες, την ώρα που μία τέτοια ανθρωπόμορφη οικογένεια δίπλα μας έχει ήδη περάσει στο δεύτερο μπουκάλι κρασί και φωνασκώντας για ζητήματα προσωπικά, οικογενειακά, πολιτικά και γαστρονομικά, μας έχει από ώρα απαγορέψει να κάνουμε κι εμείς την δική μας κουβέντα και έχει επίσης επιβάλει σε όλους τους πελάτες του μαγαζιού να ακούνε ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τής αποκρουστικά αδιάφορης καθημερινότητάς τους.

 

Ο άντρας φωνάζοντας αναλύει στον κουνιάδο του όλη την ταλαιπωρία που πέρασε μέχρι τελικά να του εγκριθεί το δάνειο, ο κουνιάδος τα έχει πάρει με την εφορία και τα νέα μέτρα, η εύσωμη σύζυγος του άντρα προσπαθεί να ταϊσει τα παιδιά που κυνηγιούνται γύρω γύρω σε όλο το μαγαζί, μη κάνοντας όμως και τον κόπο να ανασηκώσει τα οπίσθιά της από την καρέκλα. ( Η αλήθεια βέβαια είναι ότι μία τέτοια κωλάρα για να την ανασηκώσεις πιέζοντας τα χέρια σου στο τραπέζι πρέπει να είσαι τουλάχιστον ο Πύρρος Δήμας). Με ένα κομμάτι μπριζόλα καρφωμένο σ’ ένα πιρούνι και στο άλλο χέρι το τσιγάρο προσπαθεί μόνο με την ένταση της φωνής να πετύχει το τάισμα των παιδιών. Φάτε και καμιά μπουκιάαααα. Ελάααατεεε. Τέρμα το παιχνίδι. Τα τζάμια του μικρού ταβερνείου τρίζουν. Τέρμα είπαααα. Ελάτεεεε. Αυτή περιμένει τα παιδικά στόματα να έρθουν από μόνα τους και να καρφωθούν στο πιρούνι της, όσην ώρα εκείνη, παράλληλα με τα παραγγέλματα προς τα κουφά παιδιά - τα οποία ως παιδιά των συγκεκριμένων ανθρώπων, ορθώς έχουνε κουφαθεί- εξηγεί στην αδερφή της Αγγελικούλα απέναντι τα προβλήματα που είχανε με την γεωργιανή καθαρίστρια, η οποία δεν ήξερε γρι ελληνικά και γιατί τελικά αναγκαστήκανε να την διώξουνε. Κι έτσι όλοι εμείς οι υπόλοιποι θαμώνες της ταβέρνας μαθαίνουμε με κάθε λεπτομέρια, χωρίς φυσικά να το θέλουμε, ότι η Γεωργιανή εκτός του ότι μπέρδευε την πατάτα με την ντομάτα και τον φραπέ με το φρικασέ, ήτανε και ψιλοκαριόλα διότι έκανε τα γλυκά μάτια στον αδερφό τους τον Παναγιώτη και προσπαθούσε να τον τυλίξει ρίχνοντας στάχτη στα μάτια της χοντροκώλας. Αν είναι δυνατόν! Η χοντροκώλα έχει βγει εκτός εαυτού. Χτυπάει το χέρι της στο τραπέζι και τσιρίζει. Ε όχι, όοοχι, Αγγελική μου, έφτασε ο κόμπος στο χτένι. Η Αγγελική από απέναντι ανοίγει διάπλατα το στόμα της, επιδεικνύοντας το μισοαλεσμένο καρδιτσιώτικο λουκάνικο πάνω στην γλώσσα της και ξεσπάει σε τρανταχτά γέλια. Χα χα χα χα, καλέ τι του βρήκε του Παναγιώτη. Καλέ ο Παναγιώτης τής γυάλισε, μια χαρά κορίτσι. Χα, χα χα χα χα. Το κακόηχο χαχανητό της Αγγελικούλας αντηχεί μέσα σε όλο το μαγαζί, και φυσικά η Αγγελικούλα αρνείται να δει ότι κάποιοι από τους θαμώνες την στραβοκοιτάζουν ενοχλημένοι και κάποιοι άλλοι βουλώνουν με τις παλάμες τους τ’ αυτιά τους. Και συνεχίζει απτόητη. Χα χα χα χα χα χα.

 

Εμείς που καθόμαστε δίπλα και περιμένουμε υπομονετικά το χαλβά που θέλει να μας κεράσει το ευγενέστατο γκαρσόνι του καταστήματος, καταλαβαίνουμε ότι ο Παναγιώτης πρέπει να έχει το μαύρο του το χάλι για να αντιδράει έτσι η Αγγελικούλα και συγχρόνως, από τα γαιδουρινά λαρύγγια των αντρών της παρέας εξακολουθούμε να μαθαίνουμε με κάθε λεπτομέρια τα υπέρ και τα κατά της Γιούρομπανκ, της Τράπεζας Πειραιώς, της Εμπορικής, της Εθνικής, της Τράπεζας Κύπρου, και μαθαίνουμε επίσης και τι χαρτιά χρειάζεται τελικά να προσκομίσει ο Παναγιώτης στον ΟΑΕΔ για να πάρει την ανεργία. ( Διπλό τζακ ποτ ο Παναγιωτάκης: Και άσχημος και άνεργος). Είναι πολλές οι πληροφορίες και είναι αγενέστατος και φασιστικός ο τρόπος με τον οποίο η διπλανή οικογένεια μάς αναγκάζει να τις μάθουμε κι εμείς. Η παρέα μου κοντεύει να πέσει σε βαριά κατάθλιψη, κι εγώ συνειδητοποιώ ότι τελικά δολοφόνος γίνεσαι. Δεν γεννιέσαι. Σηκώνομαι όμως με όση περισσότερη ευγένεια και αυτοσυγκράτηση μού έχει απομείνει και πλησιάζω το διπλανό τραπέζι. Σας παρακαλώ, λέω, αν μπορείτε, λίγο πιο σιγά. Λίγο πιο σιγά, γιατί, ειλικρινά σας μιλάω, έχουμε μάθει όλα τα οικογενειακά σας και εκτός αυτού φωνάζετε, ουρλιάζετε και δεν μπορούμε να φάμε.

 

Η οικογένεια για πρώτη φορά ύστερα από ένα γεμάτο δύωρο σταματάει επιτέλους να μιλάει και με κοιτάζει αποσβολωμένη. Η οικογένεια για πρώτη φορά συνειδητοποιοεί ότι η Ελλάδα έχει κι άλλους κατοίκους. Η οικογένεια ζει την αποκάλυψη. Υπάρχουν κι άλλα δίποδα όντα σαν κι αυτούς, τα οποία όχι μόνο μιλάνε τη γλώσσα τους, αλλά έχουν από πάνω και το θράσος να τους επιπλήττουν με παράλογες παρατηρήσεις. Και να τους αποκαλούν ενοχλητικούς. Μέχρι και τα δυο δαιμονισμένα τέρατα, ανακτώντας ως διά μαγείας τη χαμένη τους ακοή, σταματάνε το κυνηγητό και λαχανιασμένα, με γουρλωμένα μάτια, κοιτάνε μια τον πατέρα τους, μια εμένα. Πέφτει μία ξαφνική σιωπή σε όλο το μαγαζί. Και τότε η χοντροκώλα, αδερφή της Αγγελικούλας και του κακάσχημου απόντος αδερφού, κάνει την κίνηση ρουά ματ. Πετάει εκνευρισμένη το πιρούνι στο πιάτο της, τραβάει μια βαθιά τζούρα από το τσιγάρο της και μου λέει: Άμα δεν σας αρέσει κυρία μου, να πάτε αλλού.